- ἄπαστος
- ἄ-παστος (πατέομαι): without (taste of) food; ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, δ , Od. 6.250.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] … Dictionary of Greek
ἄπαστος — not having eaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαστον — ἄπαστος not having eaten masc/fem acc sg ἄπαστος not having eaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάστου — ἄπαστος not having eaten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαστα — ἄπαστος not having eaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαστοι — ἄπαστος not having eaten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пасу — пасти, запас, спасти, укр. пасти, др. русск. пасу, пасти, ст. слав. пасѫ, пасти βόσκειν, νέμειν (Супр.), болг. паса (Младенов 412), сербохорв. па̏сти, пасе̑м, словен. pasti, рasеm подстерегать, наблюдать, стеречь, насти , чеш. pasti, раsu пасти,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
απαστία — ἀπαστία, η (Α) [άπαστος] αποχή από την τροφή, ασιτία … Dictionary of Greek
πανάπαστος — πανάπαστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φάει τίποτε, θεονήστικος, πολύ πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπαστος «άγευστος»] … Dictionary of Greek
pā- : pǝ- and pā-t- : pǝ-t- — pā : pǝ and pā t : pǝ t English meaning: to feed, graze Deutsche Übersetzung: “fũttern, nähren, weiden” Material: Arm. hauran “herd” (*pü tro ), hoviv “herdsman, shepherd” (*ou̯i pü ); Gk. Dor. πανία πλησμονή, πάνια τὰπλήσμια;… … Proto-Indo-European etymological dictionary